- βερενίκιον
- βερενίκιον, το (Α)1. ονομασία φυτού2. νίτρο άριστης ποιότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βερενίκιον — constellation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek